Μαλαίοι

Μαλαίοι
οι πλ. малайцы, жители Малайзии

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Μαλαίοι" в других словарях:

  • Μαλαίοι — Λαός που ζει κατά το μεγαλύτερο μέρος στη χερσόνησο της Μαλάκα και στις παράκτιες περιοχές των νησιών Βόρνεο, Σουμάτρα, Ιάβα, Μπαλί και Λόμποκ· άλλες παράκτιες ζώνες της Ινδονησίας και των Φιλιππίνων έχουν αναμειχθεί με τους ντόπιους κατοίκους.… …   Dictionary of Greek

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

  • Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… …   Dictionary of Greek

  • αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …   Dictionary of Greek

  • πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ινδοκίνα — (Indochina). Η ανατολικότερη από τις τρεις μεγάλες χερσονήσους της νότιας Ασίας. Περιλαμβάνεται μεταξύ της Ινδίας και της Κίνας (γι’ αυτό έλαβε και την ονομασία Ι.). Στα ΒΔ ορίζεται από την αλυσίδα Αρακάν και στα Β από το υψίπεδο του Γιουνάν.… …   Dictionary of Greek

  • Μολούκες — (ινδονησιακά Μαλόκου, ολλανδ. Molukken). Αρχιπέλαγος (85.728 τ. χλμ., 1.856.075 κάτ. το 1990) του Ειρηνικού ωκεανού, μεταξύ Κελέβης, Νέας Γουινέας και Τιμόρ. Ανήκει στην Ινδονησία, της οποίας αποτελεί την ομώνυμη επαρχία· πρωτεύουσα είναι η Άμπον …   Dictionary of Greek

  • Νταγιάκ ή Νταγιάκοι — Ομάδα ινδονησιακών πληθυσμών, περίπου δύο εκατομμύρια άτομα συνολικά, που κατοικούν κατά το μεγαλύτερο μέρος στις εσωτερικές περιοχές της Βόρνεο. Ν. ονόμαζαν οι Μαλαίοι τους ιθαγενείς που έμεναν στα δυτικά παράκτια όρη (Οράνγκ – Ν., δηλαδή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»